- σουλτανίνα
- Ποικιλία αμπελιού (οικογένεια Αμπελίδες, δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για την παραγωγή εκλεκτής ποιότητας επιτραπέζιων σταφυλιών και ξερών σταφίδων. Καλλιεργείται στην Τουρκία, Περσία, Αμερική (Καλιφόρνια), Αυστραλία και στην Ελλάδα, με κυριότερα κέντρα τους νομούς Ηρακλείου, Κορινθίας, Ηλείας και τη Ρόδο. Είναι φυτό με κορμό πολύ ισχυρό και μεγάλου μήκους και με παχιές κληματόβεργες. Τα μεσογονάτια διαστήματα είναι μέτριου μήκους (6 εκ.), τα φύλλα μεγάλα, τρίλοβα, κόλουρα, πάνω βαθυπράσινα και λεία, κάτω ανοιχτοπράσινα, επίσης λεία. Τα σταφύλια της είναι γενικά μεγάλα, κυλινδροκωνικά, πυκνά έως μέτρια πυκνά, με ρόγες απύρηνες (αγίγαρτες) μέτριου μεγέθους, ελλειψοειδείς: έχουν επιδερμίδα κιτρινόχρυση κατά την ωρίμαση και σάρκα ανθεκτική, γλυκιά, εύγευστη. Ωριμάζει κατά τα τέλη Ιουλίου αρχές Αυγούστου. Είναι ποικιλία πολύ παραγωγική, αλλά και ευαίσθητη στις ασθένειες και απαιτεί μακρύ κλάδεμμα, γιατί οι τρεις πρώτοι κόμβοι της κληματόβεργας είναι άγονοι. Γενικά διαμορφώνεται σε κυπελλοειδές σχήμα. Η αποξήρανση των σταφυλιών της σ. για την παραγωγή ξερών σταφίδων γίνεται κυρίως στον ήλιο. Η σταφιδοποιημένη σ. εξάγεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό στο εξωτερικό. Ως επιτραπέζια, τα σταφύλια της σ. καταναλώνονται κυρίως στο εσωτερικό, δε διατηρούνται όμως πολύ και δεν αντέχουν στη μεταφορά, γι’ αυτό άλλωστε και δεν εξάγονται.
* * *η, Ν [σουλτάνα]εκλεκτή ποικιλία αμπελιού και σταφυλιού, καθώς και η παραγόμενη από αυτό ανοιχτόχρωμη σταφίδα, αλλ. ξανθή σταφίδα και κν. ραζακιά ή ροζακία.
Dictionary of Greek. 2013.